- ολοεδρικός
- -ή, -ό(για πολυεδρικά σχήματα) αυτός ο οποίος παρουσιάζει ολοεδρία, δηλ. έχει όλες τις έδρες που απαιτούνται στο σύστημα, αλλ. ολόεδρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολόεδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ανδρέα Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.